σουβλί

σουβλί
το / σουβλί(ο)ν, ΝΜ, και σουγλί Ν [σούβλα / σούγλα]
1. μικρή σούβλα
2. καθετί το οξύ, το μυτερό
3. μεταλλικό εργαλείο τών υποδηματοποιών με το οποίο τρυπούν το δέρμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σουβλί — σουβλί, το και σουγλί, το αιχμηρό εργαλείο που το χρησιμοποιούν οι τσαγκάρηδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαγκαροσούβλι — και τσαγκαρόσουβλο και τσαγκαροσούγλι και τσαγκαρόσουγλο και τσαγκαροσούλι και τσαγκαρασούλι, το, Ν σουβλί που χρησιμοποιεί ο τσαγκάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαγκάρης + σουβλί / σουγλί] …   Dictionary of Greek

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • Αθερίνα — Βλ. λ. αθερινίδες. * * * η Ζωολ. γένος μικρών θαλάσσιων ψαριών τής οικογένειας Atherinidae τής τάξης τών Αθερινόμορφων*. Είναι επίσης γνωστά και με τα κοινά ονόματα αθερινός, αθερίνος, αθερίνη, αθυρνός, θερίνα, θερινός, σουβλί και σουβλίτης.… …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

  • κέστρα — η (Α κέοτρα) νεοελλ. 1. σφυρί τών λιθοξόων το οποίο έχει το ένα άκρο οξύ και το άλλο οδοντωτό 2. ναυτ. σιδερένιο μακρύ κωνικό και αιχμηρό εργαλείο με το οποίο ανοίγονται τρύπες στα πανιά και στα δέρματα ή χαλαρώνονται τα έμβολα τών σχοινιών, κν.… …   Dictionary of Greek

  • καλύβα — Μικρό μονώροφο αγροτικό σπίτι που αποτελείται από ένα δωμάτιο, σκεπασμένο συνήθως από χόρτα και κλαδιά. Κ. λέγονται και τα πρόχειρα, κατασκευασμένα με κλαδιά και σανίδες ή καλάμια εξοχικά παραπήγματα. Στο Άγιον Όρος κ. ονομάζεται κάθε μικρή… …   Dictionary of Greek

  • κεντρί — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 848 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στον ισθμό της Ιεράπετρας, 34 χλμ. ΝΑ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. * * * το (ΑΜ κεντρίον, Μ και κεντρί)… …   Dictionary of Greek

  • οπήτιον — ὀπήτιον και ὀπίτιον, τὸ (Α) αιχμηρό εργαλείο, σουβλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπεας, ατος «αιχμηρό όργανο», με συναίρεση τών φωνηέντων εα σε η ] …   Dictionary of Greek

  • σουβλιά — η / σουβλέα, Ν Μ, και σουγλιά Ν [σούβλα / σούγλα] τρύπημα ή πλήγμα με σουβλί, καθώς και το τραύμα που προκαλείται από αυτό («καὶ κρούω σουβλέαν τὸ χέρι μου καὶ διέβην ἀπεκεῑθε», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. μτφ. οξύς και διαπεραστικός πόνος, σφάχτης 2. τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”